ψωμάκι

ψωμάκι
το
υποκορ. του ψωμί
1. μικρό ψωμί.
2. ψωμί.
3. ο πληθ. ψωμάκια είναι ένα είδος παιχνιδιού.
4. φρ., «Θα πει το ψωμί ψωμάκι», θα στερηθεί και το ψωμί ακόμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψωμάκι — το, Ν [ψωμί] υποκορ. 1. μικρό ψωμί 2. (χωρίς υποκορ. σημ.) άρτος, ψωμί 3. ο καρπός τής μολόχας 4. στον πληθ. τα ψωμάκια α) (συν. σχετικά με γυναίκα) υπερτροφικοί γοφοί β) είδος παιχνιδιού κατά το οποίο πλατιές πέτρες ρίχνονται οριζόντια στην… …   Dictionary of Greek

  • αρτίδιο — το (Α ἀρτίδιον) [άρτος] ψωμάκι (κυρίως αυτό που προσφέρεται σε αρτοκλασίες ή μνημόσυνα) αρχ. κομμάτι, φέτα ψωμιού …   Dictionary of Greek

  • αρτίσκος — ἀρτίσκος, ο (Α) [άρτος] 1. το ψωμάκι 2. η παστίλια …   Dictionary of Greek

  • καναπεδάκι — το 1. μικρός καναπές 2. συν. στον πληθ. τα καναπεδάκια είδος ορεκτικού με βάση μικρό ψωμάκι …   Dictionary of Greek

  • σιτάρι — Βλ. λ.στάρι. * * * το / σιτάριον, ΝΜΑ, και στάρι Ν νεοελλ. 1. βοτ. κοινή σήμερα ονομασία τών ειδών τού γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών triticum, που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη, αλλ. σίτος 2. ο καρπός τού παραπάνω… …   Dictionary of Greek

  • ψωμίτζιν — τὸ, Μ [ψωμίν] ψωμί, ψωμάκι …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αρτίδιο — το μικρός άρτος, ψωμάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”